- Κιότο
- το г. Киото
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κιότο — (Kyoto). Πόλη (1.467.705 κάτ. το 2000) της κεντρικής Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (4.613 τ. χλμ., 2.644.391 κάτ.) στο νησί Χονσού. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Κάμο (Κάμο Βάτα), παραποτάμου του Γιόντο, στο σημείο της συμβολής… … Dictionary of Greek
Μουτσουχίτο — (Κιότο 1852 – Τόκιο 1912). Ο 122ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας (1867 1912). Η περίοδος βασιλείας του ονομάζεται Μεϊτζί. Δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Κομέι, πήρε το όνομα M. τον Σεπτέμβριο του 1860, όταν ανακηρύχθηκε διάδοχος του θρόνου.… … Dictionary of Greek
Τομονάγκα, Σινιχίρο — (Κιότο 1906). Iάπωνας φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κιότο και εργάστηκε ως βοηθός στο Ινστιτούτο φυσικών και χημικών ερευνών του πανεπιστημίου της Λειψίας, όπου σπούδασε από το 1937 έως το 1939. Όταν γύρισε στην πατρίδα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Γιουκάβα, Χιντέκι — (Hideki Yukawa,Τόκιο 1907 – 1981). Ιάπωνας θεωρητικός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κιότο όπου υπήρξε καθηγητής από το 1939 έως το 1950. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον και στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια από το… … Dictionary of Greek
Τοκουγκάβα — Ιαπωνική οικογένεια, η οποία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιαπωνικής ιστορίας. Με τον θάνατο του αυτοκράτορα Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (1598), έπρεπε να τον διαδεχτεί στην εξουσία κατά τις οδηγίες του, ο μικρός γιος του Χιντεγιόρι, με τη … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
καμπούκι — Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη… … Dictionary of Greek
Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας … Dictionary of Greek